Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σκληράδα
ουσιαστικό θηλυκό

1 asprezza
2 bruschezza
3 crudeltà
4 crudezza
5 durezza
6 grossolanità
7 inclemenza
8 legnosità
9 scabrosità
10 tenacia
11 tenacità

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σκληραγωγώ σκληραίνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---