Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σκληρία
ουσιαστικό θηλυκό

crudeltà

σκληριά
ουσιαστικό θηλυκό

1 sbraitamento
2 stridio
3 strido
4 stridore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σκληρέγχυμα σκληρίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---