Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σκλήρυνση
ουσιαστικό θηλυκό

1 incallimento
2 rassodamento
3 sclerema
4 scleroma
5 sclerosi
6 solidificazione
7 tempra
8 indurimento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σκληρύνομαι σκληρυντικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---