Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μετρική [θηλ.ουσ] μεφιστοφελικός [επίθ.]
μετρικός [επίθ.] μέχρι [πρόθ.]
μετριοπάθεια {χωρ. πληθ... μέχρι [επίρ.]
μετριοπαθής {μετριοπαθ... μη [επίρ.]
μετριοπαθώς [επίρ.] μηδαμινός [επίθ.]
μέτριος [επίθ.] μηδαμινότητα [θηλ.ουσ]
μετριότητα {μετριοτήτ... μηδαμώς [επίρ.]
μετριόφρονας [επίθ.] μηδέ [σύνδ.]
μετριοφροσύνη {χωρ. γεν.... μηδείς {μηδ-ενός,...
μετριόφρων {μετριόφρ-... μηδέν {μηδενός}
μέτρο [ουσ ουδ.] μηδενίζω {μηδένισ-α...
μετρό [ουσ ουδ.] μηδενικό [ουσ ουδ.]
μετρολογία {χωρ. πληθ... μηδενικός [επίθ.]
μετρολογικός [επίθ.] μηδενισμός [ουσ αρσ ]
μετρολόγος [ουσ αρσ και θηλ.] μηδενιστής [ουσ αρσ ]
μετρονόμος [ουσ αρσ ] μηδενιστικός [επίθ.]
μετροταινία [θηλ.ουσ] μηδέποτε [επίρ.]
μετρώ [-άς, -ά /... μη–δέσμευση [θηλ.ουσ]
μετωνυμία {μετωνυμιώ... μηδισμός [ουσ αρσ ]
μετωνυμικός [επίθ.] μηδόλως [επίρ.]
μετωπικά [επίρ.] μήκος {μήκ-ους |...
μετωπικός [επίθ.] μήκυνση [θηλ.ουσ]
μέτωπο {μετώπ-ου ... μηκώμαι {μηκάσαι.....
μεφιστοφελής [ουσ αρσ ] μήκων {μήκ-ωνος ...
Μεφιστοφελής [κύρ.όν. αρσ.] μηκώνιο {μηκωνίου ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: