Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μεράκι {χωρ. γεν.... μερίστημα [ουσ ουδ.]
μερακλής {μερακλήδε... μεριστικός [επίθ.]
μεραρχία {μεραρχιών... μερίστωμα [ουσ ουδ.]
μεραρχιακός [επίθ.] μερκαντιλισμός [ουσ αρσ ]
μέραρχος {μεράρχ-ου... μερκαντιλιστής [ουσ αρσ ]
μερεμέτι {μερεμετ-ι... μερκαντιλιστικός [επίθ.]
μερεμετίζω {μερεμέτισ... μερμήγκι [ουσ ουδ.]
μερεμέτισμα [ουσ ουδ.] μεροδουλευτής [ουσ αρσ ]
μέρη [ουσ ουδ πληθ.] μεροκαματιάρηδες [ουσ αρσ ]
μεριά [θηλ.ουσ] μεροκαματιάρης {μεροκαματ...
μερίδα [θηλ.ουσ] μεροκάματο [ουσ ουδ.]
μερίδιο {μεριδί-ου... μεροληπτικά [επίρ.]
μεριδιούχος [επίθ.] μεροληπτικός [επίθ.]
μερίζω {μέρισ-α, ... μεροληπτικότητα [θηλ.ουσ]
μερικά [επίρ.] μεροληπτώ {μεροληπτε...
μερικοί [επίθ.] μεροληπτών [επίθ.]
μερικός [αντων.] μεροληψία [θηλ.ουσ]
μερικότητα {μερικοτήτ... μέρος {μέρ-ους |...
μέριμνα {μερίμνων} μερσεριζέ [επίθ.]
μεριμνώ {μεριμνάς.... μερσερισμός [ουσ αρσ ]
μερινό [ουσ ουδ.] μερσίνα [θηλ.ουσ]
μέρισμα {μερίσμ-ατ... μερσίνη [θηλ.ουσ]
μερισματαπόδειξη {-ης κ. -ε... μερτικό [ουσ ουδ.]
μερισματούχος [επίθ.] μέσα [ουσ ουδ πληθ.]
μερισμός [ουσ αρσ ] μέσα [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: