Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόμέρος
ουσιαστικό ουδέτερο 1 parte (f) 2 [μερίδα] quota 3 [τόπος] posto, luogo 4 [πλευρά] lato 5 [αποχωρητήριο] gabinetto permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματααπό μέρους = da parte di || βάζω σε ασφαλές μέρος = mettere al sicuro || παίρνω μέρος σε = prendere parte Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |