Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›μερτικό

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

μερτικό
ουσιαστικό ουδέτερο

1 porzione
2 quota
3 tangente

permalink
‹ μερσίνη
μέσα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μέρος {μέρ-ους |...
μερσεριζέ [επίθ.]
μερσερισμός [ουσ αρσ ]
μερσίνα [θηλ.ουσ]
μερσίνη [θηλ.ουσ]
μερτικό [ουσ ουδ.]
μέσα [ουσ ουδ πληθ.]
μέσα [επίρ.]
μεσάζοντας [ουσ αρσ ]
μεσάζων {μεσάζ-οντ...
μεσαίος [επίθ.]
Μεσαίωνας {χωρ. πληθ...
Μεσαιωνικός [επίθ.]
μεσαιωνισμός [ουσ αρσ ]
Μεσακάνθιος [επίθ.]
μεσανατολικός [επίθ.]
μεσάνυχτα {χωρ. γεν....
μεσαύλι {χωρ. γεν....
μεσεγγυητής {μεσεγγυητ...
Μεσεγκέφαλος {μεσεγκεφά...


{{ID:MERTIKO100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti