Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόμέσα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός 1 mezzi 2 [επιρροή] conoscenze influenti μέσα επίρρημα 1 dentro 2 [χρόνου] entro permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαείναι μέσα σ' όλα = ha le mani in pasta || εδώ μέσα = qua dentro Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |