Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόμεριά
ουσιαστικό θηλυκό parte (f) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματακατά τη μεριά = dalle parti di || απ' την άλλη μεριά = d'altra parte Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |