Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μεριά
ουσιαστικό θηλυκό

parte (f)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μέρη μερίδα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


κατά τη μεριά = dalle parti di || απ' την άλλη μεριά = d'altra parte


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---