Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μερεμετίζω
ρήμα μεταβατικό

1 aggiustare
2 raffazzonare (vt)
3 raggiustare (vt)
4 rappezzare (vt)
5 rimpasticciare (vt)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μερεμέτι μερεμέτισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---