Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Λωζάνη [κύρ.όν. θηλ.] μαβής {μαβ-ιού |...
Λωζάννη [κύρ.όν. θηλ.] μαγαζάκι [ουσ ουδ.]
λωλάδα {χωρ. γεν.... μαγαζάτορας {χωρ. γεν....
λωλαίνω {λώλα-να, ... μαγαζί {μαγαζ-ιού...
λωλαμάρα [θηλ.ουσ] μαγάρα [θηλ.ουσ]
λωλαμένος [επίθ.] μαγαρίζω {μαγάρισ-α...
λωλοπροβατίνα [θηλ.ουσ] μαγαρισιά [θηλ.ουσ]
λωλός [επίθ.] μαγγανεία {μαγγανειώ...
λωποδυσία [θηλ.ουσ] μαγγάνεμα [ουσ ουδ.]
λωποδύτης {λωποδυτών... μαγγανευτής {μαγγανευτ...
λωποδυτικός [επίθ.] μαγγανευτικός [επίθ.]
λωποδύτισσα {λωποδυτισ... μαγγανεύω [ρ. μτβ.]
λωποδύτρια {λωποδυτρι... μαγγανικός [επίθ.]
λωρίδα [θηλ.ουσ] μαγγανίνη [θηλ.ουσ]
λωρίκενος [επίθ.] μαγγάνιο το (χωρίς ...
λωρίκι [ουσ ουδ.] μαγγανιούχος [επίθ.]
λωρίκιν [ουσ ουδ.] Μαγγανίτης [θηλ.ουσ]
λωρίν [ουσ ουδ.] Μαγγελάνος [ουσ αρσ ]
λωρός [επίθ.] Μαγδαληνή [θηλ.ουσ]
λώρος [ουσ αρσ ] Μαγδεμβούργο [ουσ ουδ.]
λωτός [ουσ αρσ ] μαγεία {μαγειών}
Λωτοφάγοι [ουσ αρσ πληθ.] μάγειρας {μαγείρων}
λωτοφάγος [επίθ.] μαγειρείο [ουσ ουδ.]
μά [σύνδ.] μαγειρεμένος [επίθ.]
μα [μόρ.] μαγειρεύω {μαγείρ-εψ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: