Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μαγειρεμένος
επίθετο

1 addomesticato
2 cotto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μαγειρείο μαγειρεύω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τέλεια μαγειρεμένος = a puntino


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---