Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Ινδονήσια [θηλ.ουσ] ιντελιγκέντσια {χωρ. πληθ...
ινδονησιακός [επίθ.] ίντεξ {άκλ.}
Ινδονήσιος [ουσ αρσ ] ιντερβιού {άκλ.}
Ινδός [ουσ αρσ ] ιντερλούδιο [ουσ ουδ.]
ινδουισμός {χωρ. πληθ... ιντερμέδιο [ουσ ουδ.]
ινδουιστής [ουσ αρσ ] ίντερνετ, ιντερνέτ {άκλ.}
ινδουιστικός [επίθ.] Ιντερφερομετρία [θηλ.ουσ]
ινδουίστρια [θηλ.ουσ] Ιντερφερόμετρο [ουσ ουδ.]
Ινδουστάν [κύρ.όν. αρσ.] ιντερφερόνη {χωρ. πληθ...
Ινδουστανός [αρσ. επίθ και ουσ] ιντιβιντουαλισμός [ουσ αρσ ]
ινιακός [επίθ.] ίντριγκα {χωρ. γεν....
ινίδιο {ινιδί-ου ... ιντριγκιάρα [θηλ.ουσ]
ινιδισμός [ουσ αρσ ] ίντσα {ιντσών}
ινιδώδης [επίθ.] ινφάντα [θηλ.ουσ]
ινική [θηλ.ουσ] ινώδες [θηλ. ουσ πληθ.]
ινίο [ουσ ουδ.] ινώδης {ινώδ-ους ...
ινκόγκνιτο [ουσ ουδ.] ινωδογόνο [ουσ ουδ.]
ινκόγκνιτο [επίρ.] ίνωμα {ινώμ-ατος...
ινομύωμα {ινομυώμ-α... ινωμάτωση {-ης κ. -ώ...
ινσουλίνη {ινσουλινώ... ίνωση {-ης κ. -ώ...
Ινσουλινικός [επίθ.] ιξόβεργα [θηλ.ουσ]
Ινσουλινισμός [ουσ αρσ ] ιξός [ουσ αρσ ]
Ινσουλινοθεραπεία [θηλ.ουσ] ιξώδες [ουσ ουδ.]
ινστιτούτο [ουσ ουδ.] ιξώδης {ιξώδ-ους ...
ιντελεκτουαλισμός [ουσ αρσ ] ιξωδόμετρο [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: