Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ιντελιγκέντσια
ουσιαστικό θηλυκό
intellighe`nzia ~f~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< ιντελεκτουαλισμός
ίντεξ >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ινσουλινικός
[επίθ.]
Ινσουλινισμός
[ουσ αρσ ]
Ινσουλινοθεραπεία
[θηλ.ουσ]
ινστιτούτο
[ουσ ουδ.]
ιντελεκτουαλισμός
[ουσ αρσ ]
ιντελιγκέντσια
{χωρ. πληθ...
ίντεξ
{άκλ.}
ιντερβιού
{άκλ.}
ιντερλούδιο
[ουσ ουδ.]
ιντερμέδιο
[ουσ ουδ.]
ίντερνετ, ιντερνέτ
{άκλ.}
Ιντερφερομετρία
[θηλ.ουσ]
Ιντερφερόμετρο
[ουσ ουδ.]
ιντερφερόνη
{χωρ. πληθ...
ιντιβιντουαλισμός
[ουσ αρσ ]
ίντριγκα
{χωρ. γεν....
ιντριγκιάρα
[θηλ.ουσ]
ίντσα
{ιντσών}
ινφάντα
[θηλ.ουσ]
ινώδες
[θηλ. ουσ πληθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis