Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ίντερνετ, ιντερνέτ  
ουσιαστικό ουδέτερο

i`nternet ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ιντερμέδιο Ιντερφερομετρία  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


συνδέυομαι με το Ίντερνετ = collegarsi a Internet || ταξιδεύω στο Ίντερνετ = navigare in Internet


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---