Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ινστιτούτο  
ουσιαστικό ουδέτερο

centro ~m~, istitu`to ~m~ ινστιτούτο ερευνών == centro di ricerca | ινστιτούτο ξένων γλωσσών == istituto di lingue straniere | ινστιτούτο αισθητικής == istituto di bellezza

ιστιτούτο
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [ινστιτούτο]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Ινσουλινοθεραπεία ιντελεκτουαλισμός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το ινστιτούτο ομορφιάς = istituto [αρσ.] di bellezza


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---