Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›Ινδονήσιος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

Ινδονήσιος  
ουσιαστικό αρσενικό

abita`nte ~mf~ dell'Indone`sia, indonesia`no ~m~

Ινδονήσια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [Ινδονήσιος ]

permalink
‹ ινδονησιακός
Ινδός ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Ινδοκινέζα [θηλ.ουσ]
ινδοκινέζος [ουσ αρσ ]
Ινδονησία [κύρ.όν. θηλ.]
Ινδονήσια [θηλ.ουσ]
ινδονησιακός [επίθ.]
Ινδονήσιος [ουσ αρσ ]
Ινδός [ουσ αρσ ]
ινδουισμός {χωρ. πληθ...
ινδουιστής [ουσ αρσ ]
ινδουιστικός [επίθ.]
ινδουίστρια [θηλ.ουσ]
Ινδουστάν [κύρ.όν. αρσ.]
Ινδουστανός [αρσ. επίθ και ουσ]
ινιακός [επίθ.]
ινίδιο {ινιδί-ου ...
ινιδισμός [ουσ αρσ ]
ινιδώδης [επίθ.]
ινική [θηλ.ουσ]
ινίο [ουσ ουδ.]
ινκόγκνιτο [ουσ ουδ.]


{{ID:INDONHSIOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti