Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Ινδονήσιος  
ουσιαστικό αρσενικό

abita`nte ~mf~ dell'Indone`sia, indonesia`no ~m~

Ινδονήσια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [Ινδονήσιος ]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ινδονησιακός Ινδός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---