Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
Ινδουστανός
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
indosta`no ~m~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< Ινδουστάν
ινιακός >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ινδουισμός
{χωρ. πληθ...
ινδουιστής
[ουσ αρσ ]
ινδουιστικός
[επίθ.]
ινδουίστρια
[θηλ.ουσ]
Ινδουστάν
[κύρ.όν. αρσ.]
Ινδουστανός
[αρσ. επίθ και ουσ]
ινιακός
[επίθ.]
ινίδιο
{ινιδί-ου ...
ινιδισμός
[ουσ αρσ ]
ινιδώδης
[επίθ.]
ινική
[θηλ.ουσ]
ινίο
[ουσ ουδ.]
ινκόγκνιτο
[ουσ ουδ.]
ινκόγκνιτο
[επίρ.]
ινομύωμα
{ινομυώμ-α...
ινσουλίνη
{ινσουλινώ...
Ινσουλινικός
[επίθ.]
Ινσουλινισμός
[ουσ αρσ ]
Ινσουλινοθεραπεία
[θηλ.ουσ]
ινστιτούτο
[ουσ ουδ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis