Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

θερίζω {θέρισ-α, ... θερμιδομετρία {θερμιδομε...
θερινός [επίθ.] θερμιδομετρικός [επίθ.]
θεριό [ουσ ουδ.] θερμιδόμετρο {θερμιδομέ...
θέρισμα {θερίσμ-ατ... θερμικός [επίθ.]
θερισμένος [επίθ.] θερμιονικός [επίθ.]
θερισμός [ουσ αρσ ] θερμιόνιο [ουσ ουδ.]
θεριστής [ουσ αρσ ] θερμίστορ [ουσ ουδ.]
θεριστικός [επίθ.] θερμόαιμος [επίθ.]
θερίστρα [θηλ.ουσ] θερμοαναισθησία [θηλ.ουσ]
θερίστρια {θεριστριώ... θερμοβαρόμετρο [ουσ ουδ.]
θερμά [επίρ.] θερμογαλβανόμετρο [ουσ ουδ.]
θερμαγωγός [επίθ.] θερμογένεση [θηλ.ουσ]
θερμαίνομαι (θερμ-άνθη... θερμογονία [θηλ.ουσ]
θερμαίνω {θέρμα-να,... θερμογόνος [επίθ.]
θερμανθείς [επίθ.] θερμογράφημα [ουσ ουδ.]
θέρμανση {-ης κ. -ά... θερμογράφηση [θηλ.ουσ]
θερμαντήρας [ουσ αρσ ] θερμοδυναμική [θηλ.ουσ]
θερμαντικός [επίθ.] θερμοδυναμικός [επίθ.]
θερμασμένος [επίθ.] θερμοευαίσθητος [επίθ.]
θερμαστής [ουσ αρσ ] θερμοηλεκτρικός [επίθ.]
θερμάστρα {θερμαστρώ... θερμοηλεκτρισμός {χωρ. πληθ...
θέρμες [θηλ. ουσ πληθ.] θερμοηλεκτρονική [θηλ.ουσ]
θέρμη {χωρ. πληθ... θερμοηλεκτρονικός [επίθ.]
θερμίδα [θηλ.ουσ] θερμο–ηλεκτρόνιο [ουσ ουδ.]
θερμιδικός [επίθ.] θερμοθεραπεία [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: