Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

θάβω {έθαψα, θά... θαλασσοκράτορας {θαλασσοκρ...
Θαδδαίος [κύρ.όν. αρσ.] θαλασσοκρατορία [θηλ.ουσ]
θαλαμάρχισσα [θηλ.ουσ] θαλασσοκρατόρισσα [θηλ.ουσ]
θαλάμη {θαλαμών} θαλασσόλυκος [ουσ αρσ ]
θαλαμηγός [θηλ.ουσ] θαλασσόνερο [ουσ ουδ.]
θαλαμηπόλος [ουσ αρσ και θηλ.] θαλασσοπλοΐα {χωρ. πληθ...
θαλαμίσκος [ουσ αρσ ] θαλασσοπνίγομαι (θαλασσοπν...
θάλαμος {θαλάμ-ου ... θαλασσοπορία [θηλ.ουσ]
θάλαμος [ουσ ουδ.] θαλασσοπόρος [ουσ αρσ ]
θάλασσα {-ας κ. (λ... θαλασσοπορώ [ρ.αμτβ.]
θαλασσαετός [ουσ αρσ ] θαλασσοπούλι {θαλασσοπο...
θαλασσαιμία [θηλ.ουσ] θαλασσοπούλια [ουσ ουδ πληθ.]
θαλασσασφάλεια {θαλασσασφ... θαλασσοταραχή {χωρ. πληθ...
θαλασσής [επίθ.] θαλασσοφοβία {χωρ. πληθ...
θαλασσινά [ουσ ουδ πληθ.] θαλάσσωμα [ουσ ουδ.]
θαλασσινός [επίθ.] θαλασσώνω {θαλάσσω-σ...
θαλασσινός [ουσ αρσ ] Θάλεια [κύρ.όν. θηλ.]
θαλάσσιος [επίθ.] θαλερά [επίρ.]
θαλασσόβιος [επίθ.] θαλερός [επίθ.]
θαλασσογραφία {θαλασσογρ... θαλερότατος [επίθ.]
θαλασσοδαρμένος [επίθ.] θαλερότερος [επίθ.]
θαλασσοδέρνομαι αόρ. θαλασ... θαλερότητα [θηλ.ουσ]
θαλασσοθεραπεία {χωρ. πληθ... θαλερώτατος [επίθ.]
θαλασσοθεραπευτικός [επίθ.] θαλερώτερος [επίθ.]
θαλασσοκράτειρα {θαλασσοκρ... θαλιδομίδη {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: