Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθαλαμίσκος
ουσιαστικό αρσενικό 1 camere`tta ~f~, stanze`tta ~f~, cabi`na ~f~ θαλαμίσκος του ασανσέρ == cabina dell'ascensore 2 cabi`na ~f~ θαλαμίσκoς πλοίου == cabina della nave | θαλαμίσκoς αεροπλάνου == cabina dell'aeroplano 3 ca`psula ~f~ spazia`le permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |