Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθαλάσσιος
επίθετο 1 mari`no, mari`ttimo, di mare, del mare θαλάσσια ρεύματα == correnti marine | θαλάσσια χελώνα == tartaruga marina | θαλάσσιες συγκoινωνίες == traffici marittimi | θαλάσσια λουτρά == bagni di mare | θαλάσσιoς πλούτος == ricchezza del mare 2 acqua`tico θαλάσσια σπορ == sport acquatici permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο θαλάσσιο σκι = sci [αρσ.] nautico || τα θαλάσσια σπορ = sport [αρσ. άκλ.] acquatici [πλυθ.] Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |