Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θαλασσοπνίγομαι  
ρήμα αμετάβατο

1 rischia`re di annega`re
2 passa`re tutta la vita lavora`ndo in mare, lotta`re con il mare
3 (fig) pena`re, stenta`re, fare fati`ca, suda`re sa`ngue θαλασσοπνίγεται για να τα φέρει βόλτα == suda sangue per tirare avanti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θαλασσοπλοΐα θαλασσοπορία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---