Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ημερεύω [ρ.αμτβ.] ημέτεροι {ημετέρ-ων...
ημερεύω [ρ. μτβ.] ημέτερος {ημετέρ-ου...
ημερήσιος {-ου κ. -ί... ημι– [πρθμ.]
ημερίδα [θηλ.ουσ] ημιάγριος [επίθ.]
ημερινός [επίθ.] ημιαγωγός [ουσ αρσ ]
ημερόβιος [επίθ.] ημιαναίσθητος [επίθ.]
ημεροδείκτης {ημεροδεικ... ημιανάπαυση {-ης κ. -α...
ημερολογιακός [επίθ.] ημιάξονας [ουσ αρσ ]
ημερολόγιο {ημερολογί... ημιαξόνιο {ημιαξονί-...
ημερολογιογράφος [ουσ αρσ ] ημιαργία [θηλ.ουσ]
ημερομηνία {ημερομηνι... ημιαυτοματοποιημένος [επίθ.]
ημερομίσθιο {ημερομισθ... ημιαυτόματος [επίθ.]
ημερομίσθιος [επίθ.] ημιβάρβαρος [επίθ.]
ημερονύχθιον [ουσ ουδ.] ημίγλυκος [επίθ.]
ημερονύχτιο [ουσ ουδ.] ημίγυμνος [επίθ.]
ήμερος [επίθ.] ημιδιάμετρος {ημιδιαμέτ...
ημερότατος [επίθ.] ημιδιαπερατός [επίθ.]
ημερότερος [επίθ.] ημιδιαπερατότητα [θηλ.ουσ]
ημερότητα [θηλ.ουσ] ημιδιατροφή {χωρ. πληθ...
ημέρωμα [ουσ ουδ.] ημιδιαφάνεια [θηλ.ουσ]
ημερωμένος [επίθ.] ημιδιαφανής {ημιδιαφαν...
ημερώνω [ρ.αμτβ.] ημίδιπλος [επίθ.]
ημερώνω [ρ. μτβ.] ημιεπαγγελματίας [ουσ αρσ ]
ημερώτατος [επίθ.] ημιεπαγγελματικός [επίθ.]
ημερώτερος [επίθ.] ημιεπαγγελματισμός [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: