Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόημερήσιος
επίθετο 1 giornalie`ro, quotidia`no ημερήσιo κέρδος == guadagno giornaliero | ημερήσιος τύπoς == stampa quotidiana 2 che dura un gio`rno, di un gio`rno ημερήσια εκδρομή == escursione di un giorno 3 del gio`rno ημερήσια διάταξη == ordine del giorno permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη ημερήσια διάταξη = ordine [αρσ.] del giorno Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |