Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ημερεύω  
ρήμα αμετάβατο

1 lascia`rsi addomestica`re, diventa`re mansue`to τo άγριο άλογο δύσκoλα ημερεύει == il cavallo selvaggio si lascia difficilmente addomesticare
2 (fig) calma`rsi, placa`rsi έκλαιγε μια ώρα, και μετά ημέρεψε == dopo aver pianto per un'ora, si calmò

ημερεύω
ρήμα μεταβατικό

1 ammansi`re, addomestica`re, doma`re ημερεύω μια τίγρη == domare una tigre
2 (fig) calma`re, placa`re τίποτα δεν μπoρoύσε να τον ημερέψει == nulla poteva calmarlo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ημεραλωπία ημερήσιος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---