Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ήμερος  
επίθετο

1 di animali dome`stico, mansue`to ήμερο σκυλί == cane mansueto
2 di piante dome`stico, coltiva`to
3 πρόσωπο mite, mansue`to, do`cile ήμερoς άνθρωπoς == uomo mite

ημερότατος
επίθετο

superlativo di [ήμερος]

ημερότερος
επίθετο

comparativo di [ήμερος]

ημερώτατος
επίθετο

superlativo di [ήμερος]

ημερώτερος
επίθετο

comparativo di [ήμερος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ημερονύχτιο ημερότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---