Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόημέτεροι
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός ((arcaico)) faut§ori ~mp~, sostenito`ri ~mp~, segua`ci ~mp~ (specialmente in campo politico) ημέτερος επίθετο ((arcaico)) nostro permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |