Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ημέτεροι
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

((arcaico)) faut§ori ~mp~, sostenito`ri ~mp~, segua`ci ~mp~ (specialmente in campo politico)

ημέτερος  
επίθετο

((arcaico)) nostro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ημερώτερος ημι–  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---