Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόημερώνω
ρήμα αμετάβατο calma`rsi, placa`rsi, tranquillizza`rsi ημέρωσε η θάλασσα == il mare si è calmato ημερώνω ρήμα μεταβατικό 1 ammansi`re, addomestica`re, scozzona`re ημερώνω ένα αγρίμι == ammansire una fiera 2 (fig) incivili`re, civilizza`re ημερώνω μια φυλή βαρβάρων == incivilire una tribù di barbari permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |