Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εριουργείο [ουσ ουδ.] ερμαφρόδιτος [επίθ.]
εριουργία {χωρ. πληθ... ερμηνεία {ερμηνειών...
εριουργός [ουσ αρσ ] ερμηνεύγω [ρ. μτβ.]
έρις [θηλ.ουσ] ερμήνευμα {ερμηνεύμ-...
εριστική [θηλ.ουσ] ερμηνεύομαι [ρ. παθ.]
εριστικός [επίθ.] ερμηνεύσιμος [επίθ.]
εριστικότατος [επίθ.] ερμηνευτής {ερμηνευτρ...
εριστικότερος [επίθ.] ερμηνευτική [θηλ.ουσ]
εριστικότητα [θηλ.ουσ] ερμηνευτικός [επίθ.]
εριστικώτατος [επίθ.] ερμηνεύτρια {ερμηνευτρ...
εριστικώτερος [επίθ.] ερμηνεύω {ερμήνευ-σ...
ερίτιμος [επίθ.] Ερμής {-η κ. (λό...
εριτιμότατος [επίθ.] ερμητικά [επίρ.]
εριτιμότερος [επίθ.] ερμητικός [επίθ.]
ερίφης {ερίφηδες} ερμητικότητα [θηλ.ουσ]
ερίφιο {εριφί-ου ... ερμητισμός {χωρ. πληθ...
ερίφισσα {εριφισσών... ερμιά [θηλ.ουσ]
έρμα {έρμ-ατος ... ερμίζω [ρ. μτβ.]
έρμαιο {ερμαί-ου ... έρμιθες [θηλ. ουσ πληθ.]
ερμάμπελο [ουσ ουδ.] ερμίνα {χωρ. πληθ...
ερμάρι [ουσ ουδ.] έρμο [ουσ ουδ.]
ερμάριο {ερμαρί-ου... ερμολόγι [ουσ ουδ.]
ερματίζω [ρ. μτβ.] έρμος [επίθ.]
ερμαφροδισία [θηλ.ουσ] ερμοχάρακον [ουσ ουδ.]
ερμαφροδιτισμός [ουσ αρσ ] ερμπάριο [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: