Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόερμηνεία
ουσιαστικό θηλυκό 1 interpretazio`ne ~f~, spiegazio`ne ~f~ δεν ξέρω τι ερμηνεία να δώσω στα λόγια του == non so come interpretare le sue parole | η ερμηνεία του νόμου == l'interpretazione della legge | η ερμηνεία των ονείρων == l'interpretazione dei sogni 2 traduzio`ne ~f~ 3 cinema teatro interpretazio`ne ~f~, recitazio`ne ~f~ έξοχη ερμηνεία == interpretazione straordinaria permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |