Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόερμηνευτής
ουσιαστικό αρσενικό 1 ermene`uta ~mf~, esege`ta ~mf~, inte`rprete ~mf~ 2 teatro cinema inte`rprete ~mf~ ερμηνεύτρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [ερμηνευτής ^-ή, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |