Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ερμητισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 storia letteratura ermeti`smo ~m~
2 ((figurato)) ermeti`smo ~m~, oscurità ~f~, incomprensibilità ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ερμητικότητα ερμιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---