Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέρπης
ουσιαστικό αρσενικό medicina he`rpes ~m~, e`rpete ~m~ έρπης επιχείλιος == herpes labialis | έρπης ζωστήρ == herpes labialis έρπητας ουσιαστικό αρσενικό variante di [έρπης] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |