Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ελπίζω  
ρήμα αμετάβατο

1 spera`re έχω πάψει να ελπίζω == ho cessato di sperare
2 spera`re, ave`re fede ελπίζω στο Θεό == avere fede in Dio
3 spera`re, cre`dere θέλω να ελπίζω ότι θα με βοηθήσεις == voglio sperare che mi aiuterai

ερπίζω
ρήμα μεταβατικό

variante di [ελπίζω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ελπιδοφόρος ελπιστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---