Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ελπίδα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 spera`nza ~f~ έχω κάποιες ελπίδες για τo μέλλoν == avere qualche speranza per il futuro | ζω με την ελπίδα να τον ξαναδώ == vivo con la speranza di rivederlo
2 spera`nza ~f~, perso`na ~f~ o cosa promette`nte είναι η ελπίδα του μέλλoντος για την κολύμβηση == è la speranza del nuoto+++παρ' ελπίδα == insperatamente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  έλος ελπιδοφόρος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


αν παρ' ελπίδα = nella remota possibilità che...


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---