Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εμβαδό
ουσιαστικό ουδέτερο

variante poco comune di [εμβαδόν]

εμβαδόν  
ουσιαστικό ουδέτερο

geometria a`rea ~f~, superfi`cie ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εμάς εμβαδομέτρηση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---