Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έρπω  
ρήμα αμετάβατο

striscia`re οι στρατιώτες πλησίασαν έρποντας στο στόχο τούς == i soldati si sono avvicinati strisciando al loro obiettivo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ερπυστριοφόρος έρπων  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---