Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέρπω
ρήμα αμετάβατο striscia`re οι στρατιώτες πλησίασαν έρποντας στο στόχο τούς == i soldati si sono avvicinati strisciando al loro obiettivo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |