Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

επίγραμμα {επιγράμμ-... επιδεινώνω {επιδείνω-...
επιγράμματα [ουσ ουδ πληθ.] επιδείνωση {-ης κ. -ώ...
επιγραμματικά [επίρ.] επίδειξη {-ης κ. -ε...
επιγραμματική [θηλ.ουσ] επιδειξίας {επιδειξιώ...
επιγραμματικός [επίθ.] επιδειξιμανής {επιδειξιο...
επιγραμματικότητα [θηλ.ουσ] επιδειξιμανία {χωρ. πληθ...
επιγραφή [θηλ.ουσ] επιδείχνομαι αόρ. επέδε...
επιγραφική {χωρ. πληθ... επιδείχνω αόρ. επέδε...
επιγραφικός [επίθ.] επιδειχτικός [επίθ.]
επιγράφομαι αόρ. επέγρ... επιδεκτικός [επίθ.]
επιγραφοποιός [ουσ αρσ ] επιδεκτικότητα [θηλ.ουσ]
επιγράφω {επέγραψα,... επιδένομαι [ρ. παθ.]
επιδαψίλευση [θηλ.ουσ] επιδένω {επέδεσα, ...
επιδαψιλεύω {επιδαψίλε... επιδεξεύομαι [ρ. παθ.]
επιδεικνύομαι πρτ. επιδε... επιδέξια [επίρ.]
επιδεικνύω πρτ. επιδε... επιδέξιος [επίθ.]
επιδεικτικά [επίρ.] επιδεξιοσύνη [θηλ.ουσ]
επιδεικτικός [επίθ.] επιδεξιότατος [επίθ.]
επιδεικτικότατος [επίθ.] επιδεξιότερος [επίθ.]
επιδεικτικότερος [επίθ.] επιδεξιότητα [θηλ.ουσ]
επιδεικτικότητα [θηλ.ουσ] επιδεξιώτατος [επίθ.]
επιδεικτικώτατος [επίθ.] επιδεξιώτερος [επίθ.]
επιδεικτικώτερος [επίθ.] επιδέξος [επίθ.]
επιδεινωμένος [επίθ.] επιδερμίδα [θηλ.ουσ]
επιδεινώνομαι [ρ. παθ.] επιδερμικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: