Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπίδειξη
ουσιαστικό θηλυκό 1 il mostra`re ~m~, esibizio`ne ~f~, presentazio`ne ~f~ επίδειξη διαβατηρίου == esibizione / presentazione del passaporto 2 προβολή ostentazio`ne ~f~, mostra ~f~, sfo`ggio ~m~, esibizio`ne ~f~ κάνω επίδειξη γνώσεων == far sfoggio / mostra della propria cultura 3 επίδειξη δυνάμεως == militare dimostrazione di forza ναυτική επίδειξη == parata navale | αεροπορική επίδειξη == parata aerea | επίδειξη μόδας == sfilata di moda | γυμναστικές επιδείξεις == saggio ginnico permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη επίδειξη μόδας = sfilata [θηλ.] di moda Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |