Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιδεικτικός
επίθετο 1 συμπεριφορά ostenta`to με επιδεικτική αδιαφορία == con ostentata indifferenza 2 πρόσωπο esibizioni`stico, esibizioni`sta επιδεικτικός άνθρωπος == tipo esibizionista επιδεικτικότατος επίθετο superlativo di [επιδεικτικός] επιδεικτικότερος επίθετο comparativo di [επιδεικτικός] επιδεικτικώτερος επίθετο comparativo di [επιδεικτικός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |