Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιδεινώνομαι
ρήμα παθητικό peggiora`re, aggrava`rsi o καιρός επιδεινώθηκε == il tempo è peggiorato | επιδεινώθηκε η κατάσταση του ασθενούς == le condizioni del paziente si sono aggravate επιδεινώνω ρήμα μεταβατικό re`ndere peggio`re, peggiora`re, aggrava`re απαντώντας μ'αυτό τον τρόπο, επιδείνωσε τη θέση του == parlando in quel modo, ha aggravato la sua posizione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |