Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιδείνωση  
ουσιαστικό θηλυκό

peggiorame`nto ~m~, aggravame`nto ~m~ περαιτέρω επιδείνωση του καιρού == ulteriore peggioramento del tempo | επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης == aggravamento della situazione economica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιδεινώνω επίδειξη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---