Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιδεικνύομαι
ρήμα παθητικό esibi`rsi, me`ttersi in mostra, farsi nota`re με την πρώτη ευκαιρία που θα βρει, επιδεικνύεται == non perde mai l'occasione di mettersi in mostra / farsi notare / esibirsi επιδεικνύω ρήμα μεταβατικό 1 mostra`re, esibi`re, presenta`re επιδεικνύω την ταυτότητά μου == mostrare la carta d'identità | επέδειξε αξιόλογες μαθησιακές ικανότητες == ha mostrato notevoli capacità di apprendimento 2 sfoggia`re, fare sfo`ggio, esibi`re, ostenta`re, me`ttere in mostra επιδεικνύει την πολυμάθειά του == fa sfoggio della sua erudizione | επιδεικνύω τα πλούτη μου == ostentare le proprie ricchezze επιδείχνομαι ρήμα παθητικό variante di [ε|πι|δεί|κνο|μαι] επιδείχνω ρήμα μεταβατικό variante di [επιδείκνω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |