Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ελληνόπουλο {χωρ. γεν.... ελμινθιντικό [επίθ.]
ελληνοπρεπέστατος [επίθ.] ελμινθοειδής {ελμινθοει...
ελληνοπρεπέστερος [επίθ.] ελμινθολογία [θηλ.ουσ]
ελληνορθόδοξος [επίθ.] ελμινθολογικός [επίθ.]
ελληνορωμαϊκός [επίθ.] ελμινθολόγος [ουσ αρσ ]
ελληνοτουρκικός [επίθ.] έλξη [-εις]
ελληνοχριστιανικός [επίθ.] ελονοσία {χωρ. πληθ...
ελλιμενίζομαι [ρ. παθ.] έλος {έλ-ους | ...
ελλιμενίζω {ελλιμένισ... ελπίδα {-ας κ. (λ...
ελλιμενισμός [ουσ αρσ ] ελπιδοφόρος [επίθ.]
ελλιπέστατος [επίθ.] ελπίζω αόρ. και ή...
ελλιπέστερος [επίθ.] ελπιστικός [επίθ.]
ελλιπής {ελλιπ-ούς... έλυτρο {ελύτρ-ου ...
ελλιπώς [επίρ.] ελώδης {ελώδ-ους ...
ελλόγιμος [επίθ.] εμαγιέ [επίθ.]
ελλογιμότατος [επίθ.] εμάς [αντων.]
ελλογιμότερος [επίθ.] εμβαδό [ουσ ουδ.]
ελλογιμότητα [θηλ.ουσ] εμβαδομέτρηση {-ης κ. -ή...
ελλογιμώτατος [επίθ.] εμβαδομετρικός [επίθ.]
ελλογιμώτερος [επίθ.] εμβαδόμετρο {εμβαδομέτ...
έλλογος [επίθ.] εμβαδόν [ουσ ουδ.]
ελλοχεύω {μόνο σε ε... εμβάζομαι [ρ. παθ.]
ελλύχνιο {ελλυχνί-ο... εμβάζω {έμβασα}
έλμινθες [ουσ αρσ πληθ.] εμβάθυνση [θηλ.ουσ]
ελμινθίαση {-ης κ. -ά... εμβαθυντικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: