Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόελλιμενίζομαι
ρήμα παθητικό ormeggia`rsi ελλιμενίζω ρήμα μεταβατικό far entra`re in porto una nave, ormeggia`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |