Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ελλιμενίζομαι
ρήμα παθητικό

ormeggia`rsi

ελλιμενίζω  
ρήμα μεταβατικό

far entra`re in porto una nave, ormeggia`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ελληνοχριστιανικός ελλιμενισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---