Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εκκριτικός [επίθ.] εκλεκτικότητα [θηλ.ουσ]
εκκωφαντικά [επίρ.] εκλεκτισμός [ουσ αρσ ]
εκκωφαντικός [επίθ.] εκλέκτορας {εκλεκτόρω...
εκλαϊκευμένος [επίθ.] εκλεκτός [επίθ.]
εκλαΐκευση [θηλ.ουσ] εκλεκτότατος [επίθ.]
εκλαϊκευτής [ουσ αρσ ] εκλεκτότερος [επίθ.]
εκλαϊκεύτρια [θηλ.ουσ] εκλεκτότερος [επίθ.]
εκλαϊκεύω {εκλάί\'κε... εκλέξιμος [επίθ.]
εκλαμβάνω {εξέλαβα, ... εκλεξιμότητα [θηλ.ουσ]
εκλαμπρότατος [επίθ.] εκλεπτύνομαι μππ. εκλεπ...
εκλαμπρότητα {χωρ. πληθ... εκλέπτυνση [θηλ.ουσ]
εκλαμψία {χωρ. πληθ... εκλεπτύνω {εκλέπτυ-ν...
εκλατινίζω {εκλατίνισ... εκλεπτυσμένος [επίθ.]
εκλατινισμός [ουσ αρσ ] εκλεχτός [επίθ.]
εκλατινιστής [ουσ αρσ ] εκλεχτότατος [επίθ.]
εκλεγμένος [επίθ.] εκλεχτότερος [επίθ.]
εκλέγω {εξέλεξα, ... εκλεχτότερος [επίθ.]
εκλειπτική [θηλ.ουσ] εκλιπάρηση [θηλ.ουσ]
εκλείπω {εξέλιπα, ... εκλιπαρώ {εκλιπαρεί...
έκλειψη {-ης κ. -ε... εκλιπούσα [θηλ.ουσ]
εκλεκτά [επίρ.] εκλιπών [ουσ αρσ ]
εκλεκτικά [επίρ.] εκλογέας {(θηλ. εκλ...
εκλεκτικισμός [ουσ αρσ ] εκλογές [θηλ. ουσ πληθ.]
εκλεκτικίστρια [θηλ.ουσ] εκλογή [θηλ.ουσ]
εκλεκτικός [επίθ.] εκλογικεύομαι [ρ. παθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: