Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκλιπούσα
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [εκλιπών ^-όντος, ο^] εκλιπών ουσιαστικό αρσενικό l'esti`nto ~m~, il defu`nto ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |