εκλεκτός
επίθετο
1 διακεκριμένος seleziona`to, ele`tto εκλεκτός τον λαού == eletto dal popolo
2 αγαπημένος predile`tto
3 scelto, eccelle`nte, squisi`to εκλεκτά φαγητά == piatti squisiti
εκλεκτότερος
επίθετο
comparativo di [εκλεκτός]
εκλεχτός
επίθετο
variante di [εκλεκτός]
εκλεχτότερος
επίθετο
comparativo di [εκλεκτός]