Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκλεπτύνομαι
ρήμα παθητικό

1 ingentili`rsi
2 sgrossa`rsi

εκλεπτύνω  
ρήμα μεταβατικό

raffina`re, affina`re εκλεπτύνω τους τρόπoυς μου == raffinare le proprie maniere | εκλεπτύνω τα γούστα μου == affinare i propri gusti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκλεξιμότητα εκλέπτυνση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---